Traducción Griego-Alemán para "ζωή"

"ζωή" en Alemán

ζωή
[zoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Lebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    ζωή βίος, ζωντάνια
    ζωή βίος, ζωντάνια
  • Daseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    ζωή ύπαρξη
    ζωή ύπαρξη
ejemplos
επικίνδυνο για τη ζωή
επικίνδυνο για τη ζωή
εσωτερική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Innenlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εσωτερική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lebendspenderinθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιχειρηματική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Geschäftslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επιχειρηματική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
αυλική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hoflebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αυλική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
εξοχική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Landlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εξοχική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
καθημερινή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Alltagαρσενικό | Maskulinum, männlich m
καθημερινή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ανθρώπινη ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Menschenlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ανθρώπινη ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου
jemandem nach dem Leben trachten
επιβουλεύομαι τη ζωή κάποιου
Patientenverfügungθηλυκό | Femininum, weiblich f
θέληση για ζωή
Lebenswilleαρσενικό | Maskulinum, männlich m
θέληση για ζωή
ερωτική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Liebeslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ερωτική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Lebendspenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ιδιωτική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Privatlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ιδιωτική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
εργένικη ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Singledaseinουδέτερο | Neutrum, sächlich n
εργένικη ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
δέχομαι απειλές για τη ζωή μου
Todesdrohungen erhalten
δέχομαι απειλές για τη ζωή μου
ευτυχισμένη οικογενειακή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Familienglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ευτυχισμένη οικογενειακή ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
επίγεια ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erdenlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επίγεια ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
επαγγελματική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erwerbslebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n
επαγγελματική ζωήθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: