βαριέμαι
[vaˈrjeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <βαρέθηκα>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich langweilenβαριέμαι αισθάνομαι ανίαβαριέμαι αισθάνομαι ανία
- βαριέμαι δεν έχω όρεξη
- βαριέμαι δεν αντέχω άλλο
ejemplos
- πώς βαριέμαι!mir ist so langweilig!
- βαρέθηκα!ich habe es satt!
- βαρέθηκα!mir ist so langweilig!
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos