„bewaffnet“: Adjektiv bewaffnetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ένοπλος, οπλισμένος ένοπλος, οπλισμένος bewaffnet bewaffnet ejemplos bewaffnet sein auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig οπλοφορώ bewaffnet sein auch | και, επίσηςa. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig