οπλισμένος
[oplizˈmenos], οπλισμένη, οπλισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- bewaffnetοπλισμένοςοπλισμένος
ejemplos
- οπλισμένο σκυρόδεμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nStahlbetonαρσενικό | Maskulinum, männlich m