στόχος
[ˈstoxos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Zielουδέτερο | Neutrum, sächlich nστόχος σκοπόςVorsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mστόχος σκοπόςστόχος σκοπός
- Zielscheibeθηλυκό | Femininum, weiblich fστόχος αντικείμενο χλευασμούGegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mστόχος αντικείμενο χλευασμούστόχος αντικείμενο χλευασμού
ejemplos
-
-
- στόχος εκπαίδευσηςAusbildungszielουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos