πλειστηριασμός
[plistiriazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Versteigerungθηλυκό | Femininum, weiblich fπλειστηριασμόςAuktionθηλυκό | Femininum, weiblich fπλειστηριασμόςπλειστηριασμός
ejemplos