αναγκαστικός
[anaŋgastiˈkos], αναγκαστική, αναγκαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- zwingendαναγκαστικός υποχρεωτικόςαναγκαστικός υποχρεωτικός
- unfreiwilligαναγκαστικός ακούσιοςαναγκαστικός ακούσιος
- Not-αναγκαστικός επιβαλλόμενος από τις συνθήκεςαναγκαστικός επιβαλλόμενος από τις συνθήκες
ejemplos
- αναγκαστική προσγείωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fNotlandungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναγκαστική απαλλοτρίωσηθηλυκό | Femininum, weiblich fZwangsenteignungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αναγκαστική παροχήθηλυκό | Femininum, weiblich f τροφήςZwangsernährungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos