οπτικός
[optiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, οπτική, οπτικόVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- optischοπτικόςοπτικός
ejemplos
- οπτική αναγνώρισηθηλυκό | Femininum, weiblich f χαρακτήρωνoptische Zeichenerkennungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Blickrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos