νεύρο
[ˈnevro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Nervαρσενικό | Maskulinum, männlich mνεύρο βιολογία | Biologieβιολ κ. δραστηριότητανεύρο βιολογία | Biologieβιολ κ. δραστηριότητα