Traducción Griego-Alemán para "μηχανή"

"μηχανή" en Alemán

μηχανή
[mixaˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Maschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανή γεν
    μηχανή γεν
  • Motorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μηχανή κινητήρας
    μηχανή κινητήρας
  • Lokomotiveθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανή τρένου
    μηχανή τρένου
  • Motorradουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μηχανή μοτοσυκλέτα
    μηχανή μοτοσυκλέτα
  • Apparatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μηχανή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
    μηχανή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
  • από μηχανής θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    Deus ex Machinaαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    από μηχανής θεόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m
  • μηχανή αεριωθούμενου αεροπλάνου
    Düsentriebwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μηχανή αεριωθούμενου αεροπλάνου
  • μηχανή γραμματοσήμανσης
    Frankiermaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μηχανή γραμματοσήμανσης
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
αυτόματη ταμειακή μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kassenautomatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αυτόματη ταμειακή μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
χορτοκοπτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rasenmäherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χορτοκοπτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
εξωλέμβια μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Außenbordmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
εξωλέμβια μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
βοηθητική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hilfsmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
βοηθητική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f ντίζελ
Dieselmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f ντίζελ
φωτογραφική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f κατόπτρου
Spiegelreflexkameraθηλυκό | Femininum, weiblich f
φωτογραφική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f κατόπτρου
φωτογραφική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kameraθηλυκό | Femininum, weiblich f
Fotoapparatαρσενικό | Maskulinum, männlich m.
φωτογραφική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ακονιστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Schleifmaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
ακονιστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρδευτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beregnungsanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
αρδευτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
συρραπτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Tackerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
συρραπτική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
αλωνιστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Mähdrescherαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αλωνιστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
θεριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Erntemaschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
θεριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
οπίσθια μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Heckmotorαρσενικό | Maskulinum, männlich m
οπίσθια μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξυριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Rasiererαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ξυριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
ξυριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Haarschneiderαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ξυριστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
καρδιοαναπνευστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f
Herz-Lungen-Maschineθηλυκό | Femininum, weiblich f
καρδιοαναπνευστική μηχανήθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: