„αναγνώσιμος“ αναγνώσιμος [anaˈɣnosimos], αναγνώσιμη, αναγνώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) lesbar lesbar αναγνώσιμος αναγνώσιμος ejemplos αναγνώσιμος από μηχανή maschinenlesbar αναγνώσιμος από μηχανή