„οπίσθια“: πληθυντικός ουδετέρου οπίσθια [oˈpisθia]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Rücken, Gesäß Rückenαρσενικό | Maskulinum, männlich m οπίσθια ράχη οπίσθια ράχη Gesäßουδέτερο | Neutrum, sächlich n οπίσθια πισινός οπίσθια πισινός