μεγάλος
[meˈɣalos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, μεγάλη, μεγάλοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- langμεγάλος δρόμος, γράμμαμεγάλος δρόμος, γράμμα
- starkμεγάλος πείνα, δίψαμεγάλος πείνα, δίψα
- erwachsenμεγάλος ενήλικοςμεγάλος ενήλικος
- altμεγάλος σε ηλικίαμεγάλος σε ηλικία
- Groß-μεγάλοςμεγάλος
- großμεγάλοςμεγάλος
ejemplos
- von sich eingenommen sein
- μεγάλης εμπορικής επιτυχίας
- μεγάλης ολκήςvon großer Tragweite
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
μεγάλος
[meˈɣalos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)