„μέση“: θηλυκό μέση [ˈmesi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Mitte, Kreuz, Taille Mitteθηλυκό | Femininum, weiblich f μέση μέση Kreuzουδέτερο | Neutrum, sächlich n μέση ανατομία | Anatomieανατ μέση ανατομία | Anatomieανατ Tailleθηλυκό | Femininum, weiblich f μέση όπου δένεται η ζώνη μέση όπου δένεται η ζώνη ejemplos στη μέση mitten in/auf στη μέση αφήνω στη μέση nicht zu Ende bringen αφήνω στη μέση στη μέση του δρόμου mitten auf der Straße στη μέση του δρόμου τον έβγαλαν από τη μέση οικείο | umgangssprachlichοικ sie haben ihn aus dem Weg geräumt τον έβγαλαν από τη μέση οικείο | umgangssprachlichοικ μέση δαχτυλίδι Wespentailleθηλυκό | Femininum, weiblich f μέση δαχτυλίδι ocultar ejemplosmostrar más ejemplos