πολίτης
[poˈlitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Bürgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπολίτης πολιτική | Politikπολιτ μέλος πολιτείαςπολίτης πολιτική | Politikπολιτ μέλος πολιτείας
- Staatsbürgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπολίτης κάτοχος ιθαγένειαςπολίτης κάτοχος ιθαγένειας
- Zivilistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fπολίτης μη στρατιωτικόςπολίτης μη στρατιωτικός
ejemplos
- πολίτης της Ανατολικής ΓερμανίαςDDR-Bürgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολίτης του κόσμουWeltbürgerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολίτης της Ανατολικής ΓερμανίαςDDR-Bürgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos