„λυτός“ λυτός [liˈtos], λυτή, λυτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) lose, losgebunden, offen lose λυτός λυτός losgebunden λυτός σκυλί λυτός σκυλί offen λυτός μαλλιά λυτός μαλλιά ejemplos βάζω λυτούς και δεμένους οικείο | umgangssprachlichοικ alle Hebel in Bewegung setzen βάζω λυτούς και δεμένους οικείο | umgangssprachlichοικ