κεντρικός
[kjendriˈkos], κεντρική, κεντρικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κεντρικός που βρίσκεται στο κέντρο
- Haupt-κεντρικός κύριοςκεντρικός κύριος
- κεντρικός όχι απόμακρος
ejemplos
- κεντρική αίθουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f σταθμούBahnhofshalleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Κεντρική Αμερικήθηλυκό | Femininum, weiblich fMittelamerikaουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κεντρική αμυντικόςθηλυκό | Femininum, weiblich fInnenverteidigerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos