αίθουσα
[ˈeθusa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Raumαρσενικό | Maskulinum, männlich mαίθουσα χώροςαίθουσα χώρος
- Saalαρσενικό | Maskulinum, männlich mαίθουσα μεγάληαίθουσα μεγάλη
- Halleθηλυκό | Femininum, weiblich fαίθουσα πολύ μεγάληαίθουσα πολύ μεγάλη
- Klassenzimmerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαίθουσα σχολικήαίθουσα σχολική
ejemplos
- αίθουσα αναμονήςWarteraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mWartesaalαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αίθουσα αφίξεων αεροπορία | LuftfahrtαεροπAnkunftshalleθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αίθουσα βασανιστηρίωνFolterkammerθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos