διακόπτης
[ðiaˈkoptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schalterαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιακόπτης ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρδιακόπτης ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ
ejemplos
- διακόπτης αναστροφής ηλεκτρολογία | Elektrizität, ElektrotechnikηλεκτρUmschalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διακόπτης μοχλούKippschalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- διακόπτης ώραςSchaltuhrθηλυκό | Femininum, weiblich f