ιδανικός
[iðaniˈkos], ιδανική, ιδανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ιδανικός τέλειος
- ideellιδανικός που υπάρχει μόνο ως ιδέαιδανικός που υπάρχει μόνο ως ιδέα
ejemplos
- ιδανική δουλειάθηλυκό | Femininum, weiblich fTraumberufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ιδανική κατάστασηθηλυκό | Femininum, weiblich fIdealzustandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos