„βίος“: αρσενικό βίος [ˈvios]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Leben Lebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βίος βίος ejemplos βίος των ζώων Tierlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n βίος των ζώων