έκλυτος
[ˈeklitos], έκλυτη, έκλυτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ausschweifendέκλυτοςέκλυτος
ejemplos
- έκλυτος βίοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mLotterlebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n