αμέλεια
[aˈmelia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Nachlässigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαμέλειααμέλεια
- Fahrlässigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαμέλεια νομικός όρος | Rechtswesenνομ κ. απροσεξίααμέλεια νομικός όρος | Rechtswesenνομ κ. απροσεξία