Fahrlässigkeit
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- αμέλειαFemininum, weiblich | θηλυκό fFahrlässigkeit auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJURFahrlässigkeit auch | και, επίσηςa. Rechtswesen | νομικός όροςJUR