βλάβη
[ˈvlavi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Schadenαρσενικό | Maskulinum, männlich mβλάβη τεχνική | TechnikτεχνStörungθηλυκό | Femininum, weiblich fβλάβη τεχνική | Technikτεχνβλάβη τεχνική | Technikτεχν
- Defektαρσενικό | Maskulinum, männlich mβλάβη ιατρική | Medizinιατρβλάβη ιατρική | Medizinιατρ
- Ausfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mβλάβη διακοπήβλάβη διακοπή
ejemplos
- σωματική βλάβη νομικός όρος | RechtswesenνομKörperverletzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- Wasserschadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos