Traducción Griego-Alemán para "μονάδα"

"μονάδα" en Alemán

μονάδα
[moˈnaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vista general de todas las traducciones

(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)

  • Entitätθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μονάδα οντότητα
    μονάδα οντότητα
  • Einheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μονάδα ποσότητα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    μονάδα ποσότητα τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
  • Einerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    μονάδα μαθηματικά | Mathematikμαθ
    μονάδα μαθηματικά | Mathematikμαθ
ejemplos
  • βάζω μονάδες σε τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ
    βάζω μονάδες σε τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ
  • μονάδα αναπαραγωγής
    Wiedergabegerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    μονάδα αναπαραγωγής
  • μονάδα αφαλάτωσης
    Entsalzungsanlageθηλυκό | Femininum, weiblich f
    μονάδα αφαλάτωσης
  • ocultar ejemplosmostrar más ejemplos
ξενοδοχειακή μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Hotelkomplexαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ξενοδοχειακή μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
παιδιατρική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Kinderstationθηλυκό | Femininum, weiblich f
παιδιατρική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
κινητήρια μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Motorblockαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κινητήρια μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
κεντρική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f επεξεργασίας
Zentralrechnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
κεντρική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f επεξεργασίας
τηλεφωνική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Gesprächseinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
τηλεφωνική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
νομισματική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Währungseinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
νομισματική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
βρεφονηπιακή μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Säuglingsstationθηλυκό | Femininum, weiblich f
βρεφονηπιακή μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
διδακτική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Unterrichtseinheitθηλυκό | Femininum, weiblich f
διδακτική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
προεπιλεγμένη μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f δίσκου
Standardlaufwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
προεπιλεγμένη μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f δίσκου
ειδική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f
Sonderkommandoουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ειδική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f

¡Denos su opinión!

¿Qué le parece el diccionario en línea de Langenscheidt?

¡Muchas gracias por su valoración!

¿Tiene algún comentario sobre nuestros diccionarios en línea?

¿Falta alguna traducción, hay algún error o quiere elogiar nuestra labor? Rellene el formulario con sus comentarios. Indicar el correo electrónico es opcional y, conforme a nuestra política de privacidad, solo se utilizará para responder a su consulta.

Por favor, confirme que es usted una persona marcando la casilla de confirmación.*

*Campo obligatorio

Por favor, complete los campos marcados.

¡Muchas gracias por su comentario!

Visítenos en: