μέσος
[ˈmesos], μέση, μέσοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- mittlere, Mittel-μέσοςμέσος
- durchschnittlichμέσος μέτριοςμέσος μέτριος
ejemplos
-
- μέση βαθμολογίαθηλυκό | Femininum, weiblich fNotendurchschnittαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Durchschnittsalterουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos