εξωτερικό
[eksoteriˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Auslandουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξωτερικό οι ξένες χώρεςεξωτερικό οι ξένες χώρες
- Äußere(s)ουδέτερο | Neutrum, sächlich nεξωτερικό κτιρίου, αντικειμένουεξωτερικό κτιρίου, αντικειμένου