„Außenhaut“: Femininum, weiblich AußenhautFemininum, weiblich | θηλυκό f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εξωτερικό δέρμα εξωτερικό δέρμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Außenhaut Außenhaut