„verständig“: Adjektiv verständigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος συνετός, φρόνιμος, μυαλωμένος verständig verständig