„zurechnungsfähig“: Adjektiv zurechnungsfähigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) υπεύθυνος για τις πράξεις μου υπεύθυνος για τις πράξεις μου zurechnungsfähig zurechnungsfähig