Schwerpunkt
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κέντροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n του βάρουςSchwerpunktSchwerpunkt
- κέντροNeutrum, sächlich | ουδέτερο nSchwerpunkt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigπροτεραιότηταFemininum, weiblich | θηλυκό fSchwerpunkt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigέμφασηFemininum, weiblich | θηλυκό fSchwerpunkt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfigSchwerpunkt in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig