προτεραιότητα
[protereˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Vorrangαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροτεραιότηταPrioritätθηλυκό | Femininum, weiblich fπροτεραιότηταπροτεραιότητα
- Vorfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fπροτεραιότητα αυτοκίνητο | Autoαυτοκπροτεραιότητα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
- Schwerpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mπροτεραιότητα εκστρατείαςπροτεραιότητα εκστρατείας
ejemplos
- προτεραιότητα δεξιάς λωρίδαςRechtsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m