„ratsam“: Adjektiv ratsamAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) σκόπιμος, ενδεδειγμένος, καλός σκόπιμος, ενδεδειγμένος, καλός ratsam ratsam