σκόπιμος
[ˈskopimos], σκόπιμη, σκόπιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- bewusst, absichtlichσκόπιμοςσκόπιμος
- zweckmäßig, sinnvollσκόπιμος λογικός, αρμόδιοςσκόπιμος λογικός, αρμόδιος