„ενδεδειγμένος“ ενδεδειγμένος [enðeðiɣˈmenos], ενδεδειγμένη, ενδεδειγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) angezeigt angezeigt ενδεδειγμένος ενδεδειγμένος