„Flügel“: Maskulinum, männlich FlügelMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) φτερό, πτερύγιο, πτέρυγα, φύλλο, φτερούγα, πιάνο με ουρά φτερόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Flügel φτερούγαFemininum, weiblich | θηλυκό f Flügel Flügel πτερύγιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Flügel Flügel πτέρυγαFemininum, weiblich | θηλυκό f Flügel Architektur | αρχιτεκτονικήARCH Flügel Architektur | αρχιτεκτονικήARCH φύλλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Flügel Fenster Flügel Fenster πιάνοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n με ουρά Flügel Klavier Flügel Klavier