πτερύγιο
[pteˈrijio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Flügelαρσενικό | Maskulinum, männlich mπτερύγιο πουλιούπτερύγιο πουλιού
- Flosseθηλυκό | Femininum, weiblich fπτερύγιο ψαριούπτερύγιο ψαριού
ejemplos
- πτερύγιο αυτιούOhrmuschelθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πτερύγιο καρχαρίαHaifischflosseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πτερύγιο ουράςSchwanzflosseθηλυκό | Femininum, weiblich f
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos