Lager
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; ->Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- κατασκήνωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fLager ZeltlagerLager Zeltlager
- αποθήκηFemininum, weiblich | θηλυκό fLager WarenlagerLager Warenlager
- στρατόπεδοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nLager Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Politik | πολιτικήPOLLager Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Politik | πολιτικήPOL