„dienstbereit“: Adjektiv dienstbereitAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) βρίσκομαι εν ώρα υπηρεσίας είμαι ανοικτός ejemplos dienstbereit sein βρίσκομαι εν ώρα υπηρεσίας dienstbereit sein dienstbereit sein Apotheke είμαι ανοικτός dienstbereit sein Apotheke