„Abbau“: Maskulinum, männlich AbbauMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) εξόρυξη, διάλυση, μείωση εξόρυξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Abbau Bergbau | μεταλλουργίαBERGB Abbau Bergbau | μεταλλουργίαBERGB διάλυσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Abbau Demontage Abbau Demontage μείωσηFemininum, weiblich | θηλυκό f Abbau Reduzierung Abbau Reduzierung