εξόρυξη
[eˈksoriksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Förderungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξόρυξη μεταλλουργία | BergbauμεταλλAbbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mεξόρυξη μεταλλουργία | Bergbauμεταλλεξόρυξη μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ
ejemplos
- εξόρυξη πετρελαίουÖlförderungθηλυκό | Femininum, weiblich f