„όπου“: επίρρημα όπου [ˈopu]επίρρημα | Adverb adv Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wo, dort wo, wo auch immer wo όπου σε αναφορική πρόταση όπου σε αναφορική πρόταση wo(hin) auch immer όπου όπου dort wo όπου εκεί που όπου εκεί που ejemplos η πόλη όπου γεννήθηκα … die Stadt, wo η πόλη όπου γεννήθηκα … η πόλη όπου γεννήθηκα … in der ich geboren wurde … η πόλη όπου γεννήθηκα … όπου και να είσαι … wo auch immer du bist …, ganz egal wo du bist … όπου και να είσαι …