ωρολογιακός
[orolojiaˈkos], ωρολογιακή, ωρολογιακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- ωρολογιακή βόμβαθηλυκό | Femininum, weiblich f μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφZeitbombeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ωρολογιακός μηχανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mUhrwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n