μηχανισμός
[mixanizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Mechanismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mμηχανισμόςTriebwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich nμηχανισμόςVorrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich fμηχανισμόςμηχανισμός
ejemplos
- μηχανισμός ανοίγματος θυρώνTüröffnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m