χειμωνιάτικος
[çimoˈɲatikos], χειμωνιάτικη, χειμωνιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- winterlich, Winter-χειμωνιάτικοςχειμωνιάτικος
ejemplos
- χειμωνιάτικα ρούχαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplWinterkleidungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- χειμωνιάτικες διακοπέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplWinterferienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplWinterurlaubαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos