„μέρα“: θηλυκό μέρα [ˈmera]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Tag Tagαρσενικό | Maskulinum, männlich m μέρα μέρα ejemplos από μέρα σε μέρα Tag für Tag από μέρα σε μέρα μέρα-νύχτα, μέρα και νύχτα Tag und Nacht μέρα-νύχτα, μέρα και νύχτα τι μέρα έχουμε ή είναι σήμερα; was für ein Tag ist heute? τι μέρα έχουμε ή είναι σήμερα; όλη τη μέρα den ganzen Tag όλη τη μέρα μια μέρα eines Tages μια μέρα κάθε μέρα jeden Tag κάθε μέρα μέρα με τη μέρα Tag für Tag μέρα με τη μέρα μέρα παρά μέρα jeden zweiten Tag μέρα παρά μέρα μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει tagaus, tagein μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει σήμερα δεν είναι η μέρα μου ich habe heute keinen guten Tag σήμερα δεν είναι η μέρα μου μια γλώσσα δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη eine Sprache lernt man nicht von heute auf morgen μια γλώσσα δεν μαθαίνεται από τη μια μέρα στην άλλη τον λήστεψαν μέρα μεσημέρι er wurde auf offener Straße ausgeraubt τον λήστεψαν μέρα μεσημέρι διαφορά όπως η μέρα με τη νύχτα ein Unterschied wie Tag und Nacht διαφορά όπως η μέρα με τη νύχτα μέρα του Αγίου Νικολάου Nikolaustagαρσενικό | Maskulinum, männlich m μέρα του Αγίου Νικολάου ocultar ejemplosmostrar más ejemplos