χείμαρρος
[ˈçimaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Gießbachαρσενικό | Maskulinum, männlich mχείμαρροςχείμαρρος
- Stromαρσενικό | Maskulinum, männlich mχείμαρρος ρεύμα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφχείμαρρος ρεύμα, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
ejemplos
- μιλάω σαν χείμαρροςreden wie ein Wasserfall