φυτεύω
[fiˈtevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εύτηκα; -εμένος>Vista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- pflanzen, anpflanzenφυτεύω φυτόφυτεύω φυτό
- bepflanzen, anpflanzenφυτεύω κήποφυτεύω κήπο
- einpflanzenφυτεύω στη γλάστρα, στο χώμαφυτεύω στη γλάστρα, στο χώμα
- setzenφυτεύω δέντροφυτεύω δέντρο