„φαρμάκι“: ουδέτερο φαρμάκι [farˈmakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Gift, Kummer Giftουδέτερο | Neutrum, sächlich n φαρμάκι δηλητήριο φαρμάκι δηλητήριο Kummerαρσενικό | Maskulinum, männlich m φαρμάκι πικρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ φαρμάκι πικρία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ejemplos είμαι φαρμάκι todunglücklich sein είμαι φαρμάκι